- κεφαλοθρυψία
- ηιατρ. η σύνθλιψη τής κεφαλής νεκρού εμβρύου για διευκόλυνση τής εξαγωγής του από τη μήτρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cepholotripsy < cephalo- (πρβλ. κεφαλ[ο]-*) + -tripsy (πρβλ. -θρυψία < -θρύπτης < θρύπτω)].
Dictionary of Greek. 2013.